- ταχυχειρία
- ταχυχειρίᾱ , ταχυχειρίαquickness of handfem nom/voc/acc dualταχυχειρίᾱ , ταχυχειρίαquickness of handfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταχυχειρία — η, ΝΜΑ [ταχύχειρ] η ταχύτητα, η επιδεξιότητα στην κίνηση τών χεριών … Dictionary of Greek
ταχυχειρίαν — ταχυχειρίᾱν , ταχυχειρία quickness of hand fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)